αλέκιαστος

αλέκιαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει λεκέδες: Κατορθώνει και διατηρεί τα ρούχα του αλέκιαστα.
2. άσπιλος, άμεμπτος: Κρατά την υπόληψή του αλέκιαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλέκιαστος — η, ο [λεκιάζω] 1. αυτός που δεν έχει λεκέδες, ακηλίδωτος, καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, άψογος, άμεμπτος …   Dictionary of Greek

  • ακάσσιαστος — η, ο [κασσιάζω] (για φόρεμα), αλέκιαστος, καθαρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”